From ήλιος (ílios, “sun”) + θεραπεία (therapeía, “therapy”), calque of French héliothérapie (“heliotherapy”).
ηλιοθεραπεία • (iliotherapeía) f (plural ηλιοθεραπείες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλιοθεραπεία (iliotherapeía) | ηλιοθεραπείες (iliotherapeíes) |
genitive | ηλιοθεραπείας (iliotherapeías) | ηλιοθεραπειών (iliotherapeión) |
accusative | ηλιοθεραπεία (iliotherapeía) | ηλιοθεραπείες (iliotherapeíes) |
vocative | ηλιοθεραπεία (iliotherapeía) | ηλιοθεραπείες (iliotherapeíes) |