ημερόβιος • (imeróvios) m (feminine ημερόβιη, neuter ημερόβιο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ημερόβιος • | ημερόβιη • | ημερόβιο • | ημερόβιοι • | ημερόβιες • | ημερόβια • |
genitive | ημερόβιου • | ημερόβιης • | ημερόβιου • | ημερόβιων • | ημερόβιων • | ημερόβιων • |
accusative | ημερόβιο • | ημερόβιη • | ημερόβιο • | ημερόβιους • | ημερόβιες • | ημερόβια • |
vocative | ημερόβιε • | ημερόβιη • | ημερόβιο • | ημερόβιοι • | ημερόβιες • | ημερόβια • |