ημιεπαγγελματικός • (imiepangelmatikós) m (feminine ημιεπαγγελματική, neuter ημιεπαγγελματικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ημιεπαγγελματικός • | ημιεπαγγελματική • | ημιεπαγγελματικό • | ημιεπαγγελματικοί • | ημιεπαγγελματικές • | ημιεπαγγελματικά • |
genitive | ημιεπαγγελματικού • | ημιεπαγγελματικής • | ημιεπαγγελματικού • | ημιεπαγγελματικών • | ημιεπαγγελματικών • | ημιεπαγγελματικών • |
accusative | ημιεπαγγελματικό • | ημιεπαγγελματική • | ημιεπαγγελματικό • | ημιεπαγγελματικούς • | ημιεπαγγελματικές • | ημιεπαγγελματικά • |
vocative | ημιεπαγγελματικέ • | ημιεπαγγελματική • | ημιεπαγγελματικό • | ημιεπαγγελματικοί • | ημιεπαγγελματικές • | ημιεπαγγελματικά • |