ηωαρχαιοζωικός • (ioarchaiozoïkós) m (feminine ηωαρχαιοζωική, neuter ηωαρχαιοζωικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηωαρχαιοζωικός • | ηωαρχαιοζωική • | ηωαρχαιοζωικό • | ηωαρχαιοζωικοί • | ηωαρχαιοζωικές • | ηωαρχαιοζωικά • |
genitive | ηωαρχαιοζωικού • | ηωαρχαιοζωικής • | ηωαρχαιοζωικού • | ηωαρχαιοζωικών • | ηωαρχαιοζωικών • | ηωαρχαιοζωικών • |
accusative | ηωαρχαιοζωικό • | ηωαρχαιοζωική • | ηωαρχαιοζωικό • | ηωαρχαιοζωικούς • | ηωαρχαιοζωικές • | ηωαρχαιοζωικά • |
vocative | ηωαρχαιοζωικέ • | ηωαρχαιοζωική • | ηωαρχαιοζωικό • | ηωαρχαιοζωικοί • | ηωαρχαιοζωικές • | ηωαρχαιοζωικά • |