From θείο (theío) + θειικός (theiikós), calque of English thiosulphate.
θειοθειικός • (theiotheiikós) m (feminine θειοθειική, neuter θειοθειικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | θειοθειικός (theiotheiikós) | θειοθειική (theiotheiikí) | θειοθειικό (theiotheiikó) | θειοθειικοί (theiotheiikoí) | θειοθειικές (theiotheiikés) | θειοθειικά (theiotheiiká) | |
genitive | θειοθειικού (theiotheiikoú) | θειοθειικής (theiotheiikís) | θειοθειικού (theiotheiikoú) | θειοθειικών (theiotheiikón) | θειοθειικών (theiotheiikón) | θειοθειικών (theiotheiikón) | |
accusative | θειοθειικό (theiotheiikó) | θειοθειική (theiotheiikí) | θειοθειικό (theiotheiikó) | θειοθειικούς (theiotheiikoús) | θειοθειικές (theiotheiikés) | θειοθειικά (theiotheiiká) | |
vocative | θειοθειικέ (theiotheiiké) | θειοθειική (theiotheiikí) | θειοθειικό (theiotheiikó) | θειοθειικοί (theiotheiikoí) | θειοθειικές (theiotheiikés) | θειοθειικά (theiotheiiká) |