From θείο (theío) + κυάνιο (kyánio) + -ικός (-ikós), calque of English thiocyanate.
θειοκυανικός • (theiokyanikós) m (feminine θειοκυανική, neuter θειοκυανικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | θειοκυανικός (theiokyanikós) | θειοκυανική (theiokyanikí) | θειοκυανικό (theiokyanikó) | θειοκυανικοί (theiokyanikoí) | θειοκυανικές (theiokyanikés) | θειοκυανικά (theiokyaniká) | |
genitive | θειοκυανικού (theiokyanikoú) | θειοκυανικής (theiokyanikís) | θειοκυανικού (theiokyanikoú) | θειοκυανικών (theiokyanikón) | θειοκυανικών (theiokyanikón) | θειοκυανικών (theiokyanikón) | |
accusative | θειοκυανικό (theiokyanikó) | θειοκυανική (theiokyanikí) | θειοκυανικό (theiokyanikó) | θειοκυανικούς (theiokyanikoús) | θειοκυανικές (theiokyanikés) | θειοκυανικά (theiokyaniká) | |
vocative | θειοκυανικέ (theiokyaniké) | θειοκυανική (theiokyanikí) | θειοκυανικό (theiokyanikó) | θειοκυανικοί (theiokyanikoí) | θειοκυανικές (theiokyanikés) | θειοκυανικά (theiokyaniká) |