From θεός (theós, “god”) + φοβούμαι (fovoúmai, “to be afraid”).
θεοφοβούμενος • (theofovoúmenos) m (feminine θεοφοβούμενη, neuter θεοφοβούμενο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | θεοφοβούμενος (theofovoúmenos) | θεοφοβούμενη (theofovoúmeni) | θεοφοβούμενο (theofovoúmeno) | θεοφοβούμενοι (theofovoúmenoi) | θεοφοβούμενες (theofovoúmenes) | θεοφοβούμενα (theofovoúmena) | |
genitive | θεοφοβούμενου (theofovoúmenou) | θεοφοβούμενης (theofovoúmenis) | θεοφοβούμενου (theofovoúmenou) | θεοφοβούμενων (theofovoúmenon) | θεοφοβούμενων (theofovoúmenon) | θεοφοβούμενων (theofovoúmenon) | |
accusative | θεοφοβούμενο (theofovoúmeno) | θεοφοβούμενη (theofovoúmeni) | θεοφοβούμενο (theofovoúmeno) | θεοφοβούμενους (theofovoúmenous) | θεοφοβούμενες (theofovoúmenes) | θεοφοβούμενα (theofovoúmena) | |
vocative | θεοφοβούμενε (theofovoúmene) | θεοφοβούμενη (theofovoúmeni) | θεοφοβούμενο (theofovoúmeno) | θεοφοβούμενοι (theofovoúmenoi) | θεοφοβούμενες (theofovoúmenes) | θεοφοβούμενα (theofovoúmena) |