Hello, you have come here looking for the meaning of the word
θεραπεύω . In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
θεραπεύω , but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
θεραπεύω in singular and plural. Everything you need to know about the word
θεραπεύω you have here. The definition of the word
θεραπεύω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
θεραπεύω , as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Ancient Greek
Etymology
From θερᾰ́πων ( therápōn , “ attendant, aide ” ) + -εύω ( -eúō ) .
Pronunciation
IPA (key ) : /tʰe.ra.pěu̯.ɔː/ → /θe.raˈpe.βo/ → /θe.raˈpe.vo/
Verb
θερᾰπεύω • (therapeúō )
to wait on , attend , serve
to obey
to flatter , placate
to consult
to cure , heal , restore
to cultivate , till (of land)
to protect
Inflection
References
“θεραπεύω ”, in Liddell & Scott (1940 ) A Greek–English Lexicon , Oxford: Clarendon Press
“θεραπεύω ”, in Liddell & Scott (1889 ) An Intermediate Greek–English Lexicon , New York: Harper & Brothers
“θεραπεύω ”, in Autenrieth, Georg (1891 ) A Homeric Dictionary for Schools and Colleges , New York: Harper and Brothers
θεραπεύω in Bailly, Anatole (1935 ) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français , Paris: Hachette
Bauer, Walter et al. (2001 ) A Greek–English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature , Third edition, Chicago: University of Chicago Press
θεραπεύω in Cunliffe, Richard J. (1924 ) A Lexicon of the Homeric Dialect: Expanded Edition , Norman: University of Oklahoma Press, published 1963
“θεραπεύω ”, in Slater, William J. (1969 ) Lexicon to Pindar , Berlin: Walter de Gruyter
G2323 in Strong, James (1979 ) Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek θεραπεύω ( therapeúō , “ attend, served ” ) .
Pronunciation
IPA (key ) : /θe.ɾaˈpe.vo/
Hyphenation: θε‧ρα‧πεύ‧ω
Verb
θεραπεύω • (therapévo ) (past θεράπευσα , passive θεραπεύομαι , p‑past θεραπεύτηκα /θεραπεύθηκα , ppp θεραπευμένος )
( medicine ) to cure , to heal , to make better ( to restore to health )
( medicine ) to cure ( to bring (a disease or its bad effects) to an end )
( figuratively ) to cure ( to remove or cause to be rid of a defect )
Conjugation
θεραπεύω θεραπεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
θεραπεύω
θεραπεύσω
θεραπεύομαι
θεραπευτώ , θεραπευθώ
2 sg
θεραπεύεις
θεραπεύσεις
θεραπεύεσαι
θεραπευτείς , θεραπευθείς
3 sg
θεραπεύει
θεραπεύσει
θεραπεύεται
θεραπευτεί , θεραπευθεί
1 pl
θεραπεύουμε , [‑ομε ]
θεραπεύσουμε , [‑ομε ]
θεραπευόμαστε
θεραπευτούμε , θεραπευθούμε
2 pl
θεραπεύετε
θεραπεύσετε
θεραπεύεστε , θεραπευόσαστε
θεραπευτείτε , θεραπευθείτε
3 pl
θεραπεύουν (ε )
θεραπεύσουν (ε )
θεραπεύονται
θεραπευτούν (ε ), θεραπευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
θεράπευα
θεράπευσα
θεραπευόμουν (α )
θεραπεύτηκα , θεραπεύθηκα
2 sg
θεράπευες
θεράπευσες
θεραπευόσουν (α )
θεραπεύτηκες , θεραπεύθηκες
3 sg
θεράπευε
θεράπευσε
θεραπευόταν (ε )
θεραπεύτηκε , θεραπεύθηκε
1 pl
θεραπεύαμε
θεραπεύσαμε
θεραπευόμασταν , (‑όμαστε )
θεραπευτήκαμε , θεραπευθήκαμε
2 pl
θεραπεύατε
θεραπεύσατε
θεραπευόσασταν , (‑όσαστε )
θεραπευτήκατε , θεραπευθήκατε
3 pl
θεράπευαν , θεραπεύαν (ε )
θεράπευσαν , θεραπεύσαν (ε )
θεραπεύονταν , (θεραπευόντουσαν )
θεραπεύτηκαν , θεραπευτήκαν (ε ), θεραπεύθηκαν , θεραπευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα θεραπεύω ➤
θα θεραπεύσω ➤
θα θεραπεύομαι ➤
θα θεραπευτώ / θεραπευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα θεραπεύεις , …
θα θεραπεύσεις , …
θα θεραπεύεσαι , …
θα θεραπευτείς / θεραπευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … θεραπεύσει έχω, έχεις, … θεραπευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … θεραπευτεί / θεραπευθεί είμαι , είσαι , … θεραπευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … θεραπεύσει είχα, είχες, … θεραπευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … θεραπευτεί / θεραπευθεί ήμουν , ήσουν , … θεραπευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … θεραπεύσει θα έχω, θα έχεις, … θεραπευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … θεραπευτεί / θεραπευθεί θα είμαι, θα είσαι, … θεραπευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
θεράπευε
θεράπευσε
—
θεραπεύσου
2 pl
θεραπεύετε
θεραπεύστε
θεραπεύεστε
θεραπευτείτε , θεραπευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
θεραπεύοντας ➤
θεραπευόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας θεραπεύσει ➤
θεραπευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
θεραπεύσει
θεραπευτεί , θεραπευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ- . • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
Synonyms