From θερμο- + δυναμικός. See noun θερμοδυναμική (thermodynamics).
θερμοδυναμικός • (thermodynamikós) m (feminine θερμοδυναμική, neuter θερμοδυναμικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | θερμοδυναμικός (thermodynamikós) | θερμοδυναμική (thermodynamikí) | θερμοδυναμικό (thermodynamikó) | θερμοδυναμικοί (thermodynamikoí) | θερμοδυναμικές (thermodynamikés) | θερμοδυναμικά (thermodynamiká) | |
genitive | θερμοδυναμικού (thermodynamikoú) | θερμοδυναμικής (thermodynamikís) | θερμοδυναμικού (thermodynamikoú) | θερμοδυναμικών (thermodynamikón) | θερμοδυναμικών (thermodynamikón) | θερμοδυναμικών (thermodynamikón) | |
accusative | θερμοδυναμικό (thermodynamikó) | θερμοδυναμική (thermodynamikí) | θερμοδυναμικό (thermodynamikó) | θερμοδυναμικούς (thermodynamikoús) | θερμοδυναμικές (thermodynamikés) | θερμοδυναμικά (thermodynamiká) | |
vocative | θερμοδυναμικέ (thermodynamiké) | θερμοδυναμική (thermodynamikí) | θερμοδυναμικό (thermodynamikó) | θερμοδυναμικοί (thermodynamikoí) | θερμοδυναμικές (thermodynamikés) | θερμοδυναμικά (thermodynamiká) |