θηλαστικός • (thilastikós) m (feminine θηλαστική, neuter θηλαστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηλαστικός • | θηλαστική • | θηλαστικό • | θηλαστικοί • | θηλαστικές • | θηλαστικά • |
genitive | θηλαστικού • | θηλαστικής • | θηλαστικού • | θηλαστικών • | θηλαστικών • | θηλαστικών • |
accusative | θηλαστικό • | θηλαστική • | θηλαστικό • | θηλαστικούς • | θηλαστικές • | θηλαστικά • |
vocative | θηλαστικέ • | θηλαστική • | θηλαστικό • | θηλαστικοί • | θηλαστικές • | θηλαστικά • |