θηρίο (thirío, “wild animal”) + δαμάζω (damázo, “tame, subdue”) + -τής (-tís, agent noun suffix)
θηριοδαμαστής • (thiriodamastís) m (plural θηριοδαμαστές, feminine θηριοδαμάστρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θηριοδαμαστής (thiriodamastís) | θηριοδαμαστές (thiriodamastés) |
genitive | θηριοδαμαστή (thiriodamastí) | θηριοδαμαστών (thiriodamastón) |
accusative | θηριοδαμαστή (thiriodamastí) | θηριοδαμαστές (thiriodamastés) |
vocative | θηριοδαμαστή (thiriodamastí) | θηριοδαμαστές (thiriodamastés) |