Learned formation from ιδιο- (idio-) + -κτήτης (-ktḗtēs) (compare Koine Greek ἰδιοκτήτωρ (idioktḗtōr)), formed as a calque of German Eigenbesitzer.[1]
ιδιοκτήτης • (idioktítis) m (plural ιδιοκτήτες, feminine ιδιοκτήτρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιδιοκτήτης (idioktítis) | ιδιοκτήτες (idioktítes) |
genitive | ιδιοκτήτη (idioktíti) | ιδιοκτητών (idioktitón) |
accusative | ιδιοκτήτη (idioktíti) | ιδιοκτήτες (idioktítes) |
vocative | ιδιοκτήτη (idioktíti) | ιδιοκτήτες (idioktítes) |