ιδιωτικός (idiotikós, “private”) + -ποίηση (-poíisi)
ιδιωτικοποίηση • (idiotikopoíisi) f (plural ιδιωτικοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisi) | ιδιωτικοποιήσεις (idiotikopoiíseis) |
genitive | ιδιωτικοποίησης (idiotikopoíisis) | ιδιωτικοποιήσεων (idiotikopoiíseon) |
accusative | ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisi) | ιδιωτικοποιήσεις (idiotikopoiíseis) |
vocative | ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisi) | ιδιωτικοποιήσεις (idiotikopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: ιδιωτικοποιήσεως (idiotikopoiíseos)