Learned borrowing from Ancient Greek ἱππικός (hippikós).[1] By surface analysis, ίππ(ος) (ípp(os)) + -ικός (-ikós).
ιππικός • (ippikós) m (feminine ιππική, neuter ιππικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιππικός • | ιππική • | ιππικό • | ιππικοί • | ιππικές • | ιππικά • |
genitive | ιππικού • | ιππικής • | ιππικού • | ιππικών • | ιππικών • | ιππικών • |
accusative | ιππικό • | ιππική • | ιππικό • | ιππικούς • | ιππικές • | ιππικά • |
vocative | ιππικέ • | ιππική • | ιππικό • | ιππικοί • | ιππικές • | ιππικά • |