Present active participle of ισχύω (ischýo, “be in effect, have power”), a verb with no passive forms. Learnedly, from Ancient Greek ἰσχύων (iskhúōn), active present participle of verb ἰσχύω (iskhúō).
ισχύων • (ischýon) m (feminine ισχύουσα, neuter ισχύον)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ισχύων (ischýon) | ισχύουσα (ischýousa) | ισχύον (ischýon) | ισχύοντες (ischýontes) | ισχύουσες (ischýouses) | ισχύοντα (ischýonta) | |
genitive | ισχύοντος (ischýontos) | ισχύουσας (ischýousas) ισχυούσης (ischyoúsis) |
ισχύοντος (ischýontos) | ισχυόντων (ischyónton) | ισχυουσών (ischyousón) | ισχυόντων (ischyónton) | |
accusative | ισχύοντα (ischýonta) | ισχύουσα (ischýousa) | ισχύον (ischýon) | ισχύοντες (ischýontes) | ισχύουσες (ischýouses) | ισχύοντα (ischýonta) | |
vocative | ισχύων (ischýon) | ισχύουσα (ischýousa) | ισχύον (ischýon) | ισχύοντες (ischýontes) | ισχύουσες (ischýouses) | ισχύοντα (ischýonta) |