From Ιταλία (Italía, “Italy”), from Latin Italia + -ικός (-ikós, “adjectival suffix”).
ιταλικός • (italikós) m (feminine ιταλική, neuter ιταλικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιταλικός • | ιταλική • | ιταλικό • | ιταλικοί • | ιταλικές • | ιταλικά • |
genitive | ιταλικού • | ιταλικής • | ιταλικού • | ιταλικών • | ιταλικών • | ιταλικών • |
accusative | ιταλικό • | ιταλική • | ιταλικό • | ιταλικούς • | ιταλικές • | ιταλικά • |
vocative | ιταλικέ • | ιταλική • | ιταλικό • | ιταλικοί • | ιταλικές • | ιταλικά • |