From Byzantine Greek καμπόσος (kampósos), from Ancient Greek κἂν πόσος (kàn pósos).
κάμποσος • (kámposos) m (feminine κάμποση, neuter κάμποσο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κάμποσος • | κάμποση • | κάμποσο • | κάμποσοι • | κάμποσες • | κάμποσα • |
genitive | κάμποσου • | κάμποσης • | κάμποσου • | κάμποσων • | κάμποσων • | κάμποσων • |
accusative | κάμποσο • | κάμποση • | κάμποσο • | κάμποσους • | κάμποσες • | κάμποσα • |
vocative | κάμποσε • | κάμποση • | κάμποσο • | κάμποσοι • | κάμποσες • | κάμποσα • |