καγκελάριος • (kagkelários) m (plural καγκελάριοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καγκελάριος (kagkelários) | καγκελάριοι (kagkelárioi) |
genitive | καγκελάριου (kagkeláriou) καγκελαρίου (kagkelaríou) |
καγκελάριων (kagkelárion) καγκελαρίων (kagkelaríon) |
accusative | καγκελάριο (kagkelário) | καγκελάριους (kagkelárious) καγκελαρίους (kagkelaríous) |
vocative | καγκελάριε (kagkelárie) | καγκελάριοι (kagkelárioi) |
Second forms are formal.