καναδικός • (kanadikós) m (feminine καναδική, neuter καναδικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καναδικός • | καναδική • | καναδικό • | καναδικοί • | καναδικές • | καναδικά • |
genitive | καναδικού • | καναδικής • | καναδικού • | καναδικών • | καναδικών • | καναδικών • |
accusative | καναδικό • | καναδική • | καναδικό • | καναδικούς • | καναδικές • | καναδικά • |
vocative | καναδικέ • | καναδική • | καναδικό • | καναδικοί • | καναδικές • | καναδικά • |