καρβοξυλικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word καρβοξυλικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word καρβοξυλικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say καρβοξυλικός in singular and plural. Everything you need to know about the word καρβοξυλικός you have here. The definition of the word καρβοξυλικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofκαρβοξυλικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

καρβοξυλικός (karvoxylikósm (feminine καρβοξυλική, neuter καρβοξυλικό)

  1. (chemistry) carboxylic
    Το αιθανικό οξύ είναι ένα καρβονικό οξύ.
    To aithanikó oxý eínai éna karvonikó oxý.
    Acetic acid is a carboxylic acid.

Declension

Declension of καρβοξυλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καρβοξυλικός (karvoxylikós) καρβοξυλική (karvoxylikí) καρβοξυλικό (karvoxylikó) καρβοξυλικοί (karvoxylikoí) καρβοξυλικές (karvoxylikés) καρβοξυλικά (karvoxyliká)
genitive καρβοξυλικού (karvoxylikoú) καρβοξυλικής (karvoxylikís) καρβοξυλικού (karvoxylikoú) καρβοξυλικών (karvoxylikón) καρβοξυλικών (karvoxylikón) καρβοξυλικών (karvoxylikón)
accusative καρβοξυλικό (karvoxylikó) καρβοξυλική (karvoxylikí) καρβοξυλικό (karvoxylikó) καρβοξυλικούς (karvoxylikoús) καρβοξυλικές (karvoxylikés) καρβοξυλικά (karvoxyliká)
vocative καρβοξυλικέ (karvoxyliké) καρβοξυλική (karvoxylikí) καρβοξυλικό (karvoxylikó) καρβοξυλικοί (karvoxylikoí) καρβοξυλικές (karvoxylikés) καρβοξυλικά (karvoxyliká)

Synonyms