From adjectives κασταν(ός) (kastan(ós), “chestnut brown”) + -ο- + κόκκινος (kókkinos, “red”).
καστανοκόκκινος • (kastanokókkinos) n (feminine καστανοκόκκινη, neuter καστανοκόκκινο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καστανοκόκκινος • | καστανοκόκκινη • | καστανοκόκκινο • | καστανοκόκκινοι • | καστανοκόκκινες • | καστανοκόκκινα • |
genitive | καστανοκόκκινου • | καστανοκόκκινης • | καστανοκόκκινου • | καστανοκόκκινων • | καστανοκόκκινων • | καστανοκόκκινων • |
accusative | καστανοκόκκινο • | καστανοκόκκινη • | καστανοκόκκινο • | καστανοκόκκινους • | καστανοκόκκινες • | καστανοκόκκινα • |
vocative | καστανοκόκκινε • | καστανοκόκκινη • | καστανοκόκκινο • | καστανοκόκκινοι • | καστανοκόκκινες • | καστανοκόκκινα • |