κατάκλειστος • (katákleistos) m
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κατάκλειστος (katákleistos) | κατάκλειστη (katákleisti) | κατάκλειστο (katákleisto) | κατάκλειστοι (katákleistoi) | κατάκλειστες (katákleistes) | κατάκλειστα (katákleista) | |
genitive | κατάκλειστου (katákleistou) | κατάκλειστης (katákleistis) | κατάκλειστου (katákleistou) | κατάκλειστων (katákleiston) | κατάκλειστων (katákleiston) | κατάκλειστων (katákleiston) | |
accusative | κατάκλειστο (katákleisto) | κατάκλειστη (katákleisti) | κατάκλειστο (katákleisto) | κατάκλειστους (katákleistous) | κατάκλειστες (katákleistes) | κατάκλειστα (katákleista) | |
vocative | κατάκλειστε (katákleiste) | κατάκλειστη (katákleisti) | κατάκλειστο (katákleisto) | κατάκλειστοι (katákleistoi) | κατάκλειστες (katákleistes) | κατάκλειστα (katákleista) |