κατάκλειστος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word κατάκλειστος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word κατάκλειστος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say κατάκλειστος in singular and plural. Everything you need to know about the word κατάκλειστος you have here. The definition of the word κατάκλειστος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofκατάκλειστος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

κατάκλειστος (katákleistosm

  1. completely closed or shut up (house, shop, etc)

Declension

Declension of κατάκλειστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κατάκλειστος (katákleistos) κατάκλειστη (katákleisti) κατάκλειστο (katákleisto) κατάκλειστοι (katákleistoi) κατάκλειστες (katákleistes) κατάκλειστα (katákleista)
genitive κατάκλειστου (katákleistou) κατάκλειστης (katákleistis) κατάκλειστου (katákleistou) κατάκλειστων (katákleiston) κατάκλειστων (katákleiston) κατάκλειστων (katákleiston)
accusative κατάκλειστο (katákleisto) κατάκλειστη (katákleisti) κατάκλειστο (katákleisto) κατάκλειστους (katákleistous) κατάκλειστες (katákleistes) κατάκλειστα (katákleista)
vocative κατάκλειστε (katákleiste) κατάκλειστη (katákleisti) κατάκλειστο (katákleisto) κατάκλειστοι (katákleistoi) κατάκλειστες (katákleistes) κατάκλειστα (katákleista)