3 Results found for "κατά_κράτος".

κατά κράτος

κατά κράτος • (katá krátos) completely, totally, utterly (especially: to win, to defeat, to be defeated, etc.) Synonyms: ολοκληρωτικά (oloklirotiká),...


ολοκληρωτικά

(oloklirotiká) completely, totally, utterly Synonyms: ολοσχερώς (oloscherós), κατά κράτος (katá krátos) Η πόλη καταστράφηκε ολοκληρωτικά. ― I póli katastráfike...


κατισχύω

one's opponents, triumph over, overpower [with genitive] Synonym: νικώ κατά κράτος (nikó katá krátos) Κατίσχυσε των αντιπάλων του. Katíschyse ton antipálon...