Perfect participle of καθίσταμαι (kathístamai), passive voice of καθιστώ (“make, appoint”). Created from the stem εστη- of the ancient 'second' aorist κατέστην (katéstēn) + the usual passive participle ending -μένος (-ménos). The ancient passive perfect participle was καθεστώς (kathestṓs).
As a political term, a free translation of English established.[1] Also substantivised: see κατεστημένο (katestiméno).
κατεστημένος • (katestiménos) m (feminine κατεστημένη, neuter κατεστημένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κατεστημένος (katestiménos) | κατεστημένη (katestiméni) | κατεστημένο (katestiméno) | κατεστημένοι (katestiménoi) | κατεστημένες (katestiménes) | κατεστημένα (katestiména) | |
genitive | κατεστημένου (katestiménou) | κατεστημένης (katestiménis) | κατεστημένου (katestiménou) | κατεστημένων (katestiménon) | κατεστημένων (katestiménon) | κατεστημένων (katestiménon) | |
accusative | κατεστημένο (katestiméno) | κατεστημένη (katestiméni) | κατεστημένο (katestiméno) | κατεστημένους (katestiménous) | κατεστημένες (katestiménes) | κατεστημένα (katestiména) | |
vocative | κατεστημένε (katestiméne) | κατεστημένη (katestiméni) | κατεστημένο (katestiméno) | κατεστημένοι (katestiménoi) | κατεστημένες (katestiménes) | κατεστημένα (katestiména) |