κατσαρομάλλης • (katsaromállis) m (feminine κατσαρομάλλα or κατσαρομαλλούσα, neuter κατσαρομάλλικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κατσαρομάλλης (katsaromállis) | κατσαρομάλλα (katsaromálla) κατσαρομαλλούσα (katsaromalloúsa) |
κατσαρομάλλικο (katsaromálliko) | κατσαρομάλληδες (katsaromállides) | κατσαρομάλλες (katsaromálles) κατσαρομαλλούσες (katsaromalloúses) |
κατσαρομάλλικα (katsaromállika) | |
genitive | κατσαρομάλλη (katsaromálli) | κατσαρομάλλας (katsaromállas) κατσαρομαλλούσας (katsaromalloúsas) |
κατσαρομάλλικου (katsaromállikou) | κατσαρομάλληδων (katsaromállidon) | — | κατσαρομάλλικων (katsaromállikon) | |
accusative | κατσαρομάλλη (katsaromálli) | κατσαρομάλλα (katsaromálla) κατσαρομαλλούσα (katsaromalloúsa) |
κατσαρομάλλικο (katsaromálliko) | κατσαρομάλληδες (katsaromállides) | κατσαρομάλλες (katsaromálles) κατσαρομαλλούσες (katsaromalloúses) |
κατσαρομάλλικα (katsaromállika) | |
vocative | κατσαρομάλλη (katsaromálli) | κατσαρομάλλα (katsaromálla) κατσαρομαλλούσα (katsaromalloúsa) |
κατσαρομάλλικο (katsaromálliko) | κατσαρομάλληδες (katsaromállides) | κατσαρομάλλες (katsaromálles) κατσαρομαλλούσες (katsaromalloúses) |
κατσαρομάλλικα (katsaromállika) |