κατσαρομάλλης

Hello, you have come here looking for the meaning of the word κατσαρομάλλης. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word κατσαρομάλλης, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say κατσαρομάλλης in singular and plural. Everything you need to know about the word κατσαρομάλλης you have here. The definition of the word κατσαρομάλλης will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofκατσαρομάλλης, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

κατσαρομάλλης (katsaromállism (feminine κατσαρομάλλα or κατσαρομαλλούσα, neuter κατσαρομάλλικο)

  1. curly-haired, woolly-haired

Declension

Declension of κατσαρομάλλης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κατσαρομάλλης (katsaromállis) κατσαρομάλλα (katsaromálla)
κατσαρομαλλούσα (katsaromalloúsa)
κατσαρομάλλικο (katsaromálliko) κατσαρομάλληδες (katsaromállides) κατσαρομάλλες (katsaromálles)
κατσαρομαλλούσες (katsaromalloúses)
κατσαρομάλλικα (katsaromállika)
genitive κατσαρομάλλη (katsaromálli) κατσαρομάλλας (katsaromállas)
κατσαρομαλλούσας (katsaromalloúsas)
κατσαρομάλλικου (katsaromállikou) κατσαρομάλληδων (katsaromállidon) κατσαρομάλλικων (katsaromállikon)
accusative κατσαρομάλλη (katsaromálli) κατσαρομάλλα (katsaromálla)
κατσαρομαλλούσα (katsaromalloúsa)
κατσαρομάλλικο (katsaromálliko) κατσαρομάλληδες (katsaromállides) κατσαρομάλλες (katsaromálles)
κατσαρομαλλούσες (katsaromalloúses)
κατσαρομάλλικα (katsaromállika)
vocative κατσαρομάλλη (katsaromálli) κατσαρομάλλα (katsaromálla)
κατσαρομαλλούσα (katsaromalloúsa)
κατσαρομάλλικο (katsaromálliko) κατσαρομάλληδες (katsaromállides) κατσαρομάλλες (katsaromálles)
κατσαρομαλλούσες (katsaromalloúses)
κατσαρομάλλικα (katsaromállika)

Further reading