κεντροαφρικανικός • (kentroafrikanikós) m (feminine κεντροαφρικανική, neuter κεντροαφρικανικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κεντροαφρικανικός • | κεντροαφρικανική • | κεντροαφρικανικό • | κεντροαφρικανικοί • | κεντροαφρικανικές • | κεντροαφρικανικά • |
genitive | κεντροαφρικανικού • | κεντροαφρικανικής • | κεντροαφρικανικού • | κεντροαφρικανικών • | κεντροαφρικανικών • | κεντροαφρικανικών • |
accusative | κεντροαφρικανικό • | κεντροαφρικανική • | κεντροαφρικανικό • | κεντροαφρικανικούς • | κεντροαφρικανικές • | κεντροαφρικανικά • |
vocative | κεντροαφρικανικέ • | κεντροαφρικανική • | κεντροαφρικανικό • | κεντροαφρικανικοί • | κεντροαφρικανικές • | κεντροαφρικανικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κεντροαφρικανικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κεντροαφρικανικός, etc.) |