κητώδης • (kitódis) m (feminine κητώδης, neuter κητώδες)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κητώδης • | κητώδης • | κητώδες • | κητώδεις • | κητώδεις • | κητώδη • |
genitive | κητώδους • / κητώδη • | κητώδους • | κητώδους • | κητωδών • | κητωδών • | κητωδών • |
accusative | κητώδη • | κητώδη • | κητώδες • | κητώδεις • | κητώδεις • | κητώδη • |
vocative | κητώδη • / κητώδης • | κητώδης • | κητώδες • | κητώδεις • | κητώδεις • | κητώδη • |