κινηματόγραφος • (kinimatógrafos) m (plural κινηματόγραφοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κινηματόγραφος (kinimatógrafos) | κινηματόγραφοι (kinimatógrafoi) |
genitive | κινηματόγραφου (kinimatógrafou) κινηματογράφου (kinimatográfou) |
κινηματόγραφων (kinimatógrafon) κινηματογράφων (kinimatográfon) |
accusative | κινηματόγραφο (kinimatógrafo) | κινηματόγραφους (kinimatógrafous) κινηματογράφους (kinimatográfous) |
vocative | κινηματόγραφε (kinimatógrafe) | κινηματόγραφοι (kinimatógrafoi) |
Second forms are formal.