Present participle of κινούμαι (kinoúmai), passive voice of κινώ (“move”).
κινούμενος • (kinoúmenos) m (feminine κινούμενη, neuter κινούμενο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κινούμενος • | κινούμενη • | κινούμενο • | κινούμενοι • | κινούμενες • | κινούμενα • |
genitive | κινούμενου • | κινούμενης • | κινούμενου • | κινούμενων • | κινούμενων • | κινούμενων • |
accusative | κινούμενο • | κινούμενη • | κινούμενο • | κινούμενους • | κινούμενες • | κινούμενα • |
vocative | κινούμενε • | κινούμενη • | κινούμενο • | κινούμενοι • | κινούμενες • | κινούμενα • |