κονγκολέζικος • (kongkolézikos) m (feminine κονγκολέζικη, neuter κονγκολέζικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κονγκολέζικος • | κονγκολέζικη • | κονγκολέζικο • | κονγκολέζικοι • | κονγκολέζικες • | κονγκολέζικα • |
genitive | κονγκολέζικου • | κονγκολέζικης • | κονγκολέζικου • | κονγκολέζικων • | κονγκολέζικων • | κονγκολέζικων • |
accusative | κονγκολέζικο • | κονγκολέζικη • | κονγκολέζικο • | κονγκολέζικους • | κονγκολέζικες • | κονγκολέζικα • |
vocative | κονγκολέζικε • | κονγκολέζικη • | κονγκολέζικο • | κονγκολέζικοι • | κονγκολέζικες • | κονγκολέζικα • |