κοφτερός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word κοφτερός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word κοφτερός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say κοφτερός in singular and plural. Everything you need to know about the word κοφτερός you have here. The definition of the word κοφτερός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofκοφτερός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Byzantine Greek κοπτερός (kopterós), from κόπτω (kóptō, to cut).

Pronunciation

  • IPA(key): /kofteˈros/
  • Hyphenation: κο‧φτε‧ρός

Adjective

κοφτερός (kofterósm

  1. sharp, cutting

Declension

Declension of κοφτερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κοφτερός (kofterós) κοφτερή (kofterí) κοφτερό (kofteró) κοφτεροί (kofteroí) κοφτερές (kofterés) κοφτερά (kofterá)
genitive κοφτερού (kofteroú) κοφτερής (kofterís) κοφτερού (kofteroú) κοφτερών (kofterón) κοφτερών (kofterón) κοφτερών (kofterón)
accusative κοφτερό (kofteró) κοφτερή (kofterí) κοφτερό (kofteró) κοφτερούς (kofteroús) κοφτερές (kofterés) κοφτερά (kofterá)
vocative κοφτερέ (kofteré) κοφτερή (kofterí) κοφτερό (kofteró) κοφτεροί (kofteroí) κοφτερές (kofterés) κοφτερά (kofterá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κοφτερός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κοφτερός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κοφτερότερος (kofteróteros) κοφτερότερη (kofteróteri) κοφτερότερο (kofterótero) κοφτερότεροι (kofteróteroi) κοφτερότερες (kofteróteres) κοφτερότερα (kofterótera)
genitive κοφτερότερου (kofteróterou) κοφτερότερης (kofteróteris) κοφτερότερου (kofteróterou) κοφτερότερων (kofteróteron) κοφτερότερων (kofteróteron) κοφτερότερων (kofteróteron)
accusative κοφτερότερο (kofterótero) κοφτερότερη (kofteróteri) κοφτερότερο (kofterótero) κοφτερότερους (kofteróterous) κοφτερότερες (kofteróteres) κοφτερότερα (kofterótera)
vocative κοφτερότερε (kofterótere) κοφτερότερη (kofteróteri) κοφτερότερο (kofterótero) κοφτερότεροι (kofteróteroi) κοφτερότερες (kofteróteres) κοφτερότερα (kofterótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο κοφτερότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κοφτερότατος (kofterótatos) κοφτερότατη (kofterótati) κοφτερότατο (kofterótato) κοφτερότατοι (kofterótatoi) κοφτερότατες (kofterótates) κοφτερότατα (kofterótata)
genitive κοφτερότατου (kofterótatou) κοφτερότατης (kofterótatis) κοφτερότατου (kofterótatou) κοφτερότατων (kofterótaton) κοφτερότατων (kofterótaton) κοφτερότατων (kofterótaton)
accusative κοφτερότατο (kofterótato) κοφτερότατη (kofterótati) κοφτερότατο (kofterótato) κοφτερότατους (kofterótatous) κοφτερότατες (kofterótates) κοφτερότατα (kofterótata)
vocative κοφτερότατε (kofterótate) κοφτερότατη (kofterótati) κοφτερότατο (kofterótato) κοφτερότατοι (kofterótatoi) κοφτερότατες (kofterótates) κοφτερότατα (kofterótata)

Notes: • absolute superlative is rare

Further reading