κρουαζιέρα (krouaziéra, “cruise”) + πλοίο (ploío, “ship”)
κρουαζιερόπλοιο • (krouazieróploio) n (plural κρουαζιερόπλοια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κρουαζιερόπλοιο (krouazieróploio) | κρουαζιερόπλοια (krouazieróploia) |
genitive | κρουαζιερόπλοιου (krouazieróploiou) | κρουαζιερόπλοιων (krouazieróploion) |
accusative | κρουαζιερόπλοιο (krouazieróploio) | κρουαζιερόπλοια (krouazieróploia) |
vocative | κρουαζιερόπλοιο (krouazieróploio) | κρουαζιερόπλοια (krouazieróploia) |