From κτήνος (ktínos, “animal”) + άνθρωπος (ánthropos, “person”).
κτηνάνθρωπος • (ktinánthropos) m (plural κτηνάνθρωπος)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κτηνάνθρωπος (ktinánthropos) | κτηνάνθρωποι (ktinánthropoi) |
genitive | κτηνάνθρωπου (ktinánthropou) κτηνανθρώπου (ktinanthrópou) |
κτηνάνθρωπων (ktinánthropon) κτηνανθρώπων (ktinanthrópon) |
accusative | κτηνάνθρωπο (ktinánthropo) | κτηνάνθρωπους (ktinánthropous) κτηνανθρώπους (ktinanthrópous) |
vocative | κτηνάνθρωπε (ktinánthrope) | κτηνάνθρωποι (ktinánthropoi) |
Second forms are formal.