Learnedly from κυκλοθυμ(ία) (kyklothym(ía)) + -ικός (-ikós), a calque of German zyklothym.[1]
κυκλοθυμικός • (kyklothymikós) m (feminine κυκλοθυμική, neuter κυκλοθυμικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυκλοθυμικός • | κυκλοθυμική • | κυκλοθυμικό • | κυκλοθυμικοί • | κυκλοθυμικές • | κυκλοθυμικά • |
genitive | κυκλοθυμικού • | κυκλοθυμικής • | κυκλοθυμικού • | κυκλοθυμικών • | κυκλοθυμικών • | κυκλοθυμικών • |
accusative | κυκλοθυμικό • | κυκλοθυμική • | κυκλοθυμικό • | κυκλοθυμικούς • | κυκλοθυμικές • | κυκλοθυμικά • |
vocative | κυκλοθυμικέ • | κυκλοθυμική • | κυκλοθυμικό • | κυκλοθυμικοί • | κυκλοθυμικές • | κυκλοθυμικά • |