Perfect participle of κυκλοφορούμαι (kykloforoúmai), passive voice of κυκλοφορώ (“circulate”).
κυκλοφορημένος • (kykloforiménos) m (feminine κυκλοφορημένη, neuter κυκλοφορημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυκλοφορημένος • | κυκλοφορημένη • | κυκλοφορημένο • | κυκλοφορημένοι • | κυκλοφορημένες • | κυκλοφορημένα • |
genitive | κυκλοφορημένου • | κυκλοφορημένης • | κυκλοφορημένου • | κυκλοφορημένων • | κυκλοφορημένων • | κυκλοφορημένων • |
accusative | κυκλοφορημένο • | κυκλοφορημένη • | κυκλοφορημένο • | κυκλοφορημένους • | κυκλοφορημένες • | κυκλοφορημένα • |
vocative | κυκλοφορημένε • | κυκλοφορημένη • | κυκλοφορημένο • | κυκλοφορημένοι • | κυκλοφορημένες • | κυκλοφορημένα • |