Learnedly from κυματίζω (kymatízo) + -τός (-tós), a loose calque of French ondulé.[1]
κυματιστός • (kymatistós) m (feminine κυματιστή, neuter κυματιστό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κυματιστός (kymatistós) | κυματιστή (kymatistí) | κυματιστό (kymatistó) | κυματιστοί (kymatistoí) | κυματιστές (kymatistés) | κυματιστά (kymatistá) | |
genitive | κυματιστού (kymatistoú) | κυματιστής (kymatistís) | κυματιστού (kymatistoú) | κυματιστών (kymatistón) | κυματιστών (kymatistón) | κυματιστών (kymatistón) | |
accusative | κυματιστό (kymatistó) | κυματιστή (kymatistí) | κυματιστό (kymatistó) | κυματιστούς (kymatistoús) | κυματιστές (kymatistés) | κυματιστά (kymatistá) | |
vocative | κυματιστέ (kymatisté) | κυματιστή (kymatistí) | κυματιστό (kymatistó) | κυματιστοί (kymatistoí) | κυματιστές (kymatistés) | κυματιστά (kymatistá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κυματιστός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κυματιστός, etc.)