λιπαντικός • (lipantikós) m (feminine λιπαντική, neuter λιπαντικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | λιπαντικός (lipantikós) | λιπαντική (lipantikí) | λιπαντικό (lipantikó) | λιπαντικοί (lipantikoí) | λιπαντικές (lipantikés) | λιπαντικά (lipantiká) | |
genitive | λιπαντικού (lipantikoú) | λιπαντικής (lipantikís) | λιπαντικού (lipantikoú) | λιπαντικών (lipantikón) | λιπαντικών (lipantikón) | λιπαντικών (lipantikón) | |
accusative | λιπαντικό (lipantikó) | λιπαντική (lipantikí) | λιπαντικό (lipantikó) | λιπαντικούς (lipantikoús) | λιπαντικές (lipantikés) | λιπαντικά (lipantiká) | |
vocative | λιπαντικέ (lipantiké) | λιπαντική (lipantikí) | λιπαντικό (lipantikó) | λιπαντικοί (lipantikoí) | λιπαντικές (lipantikés) | λιπαντικά (lipantiká) |