Learnedly from λογοτεχν(ία) (logotechn(ía)) + -ικός (-ikós).[1]
λογοτεχνικός • (logotechnikós) m (feminine λογοτεχνική, neuter λογοτεχνικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λογοτεχνικός • | λογοτεχνική • | λογοτεχνικό • | λογοτεχνικοί • | λογοτεχνικές • | λογοτεχνικά • |
genitive | λογοτεχνικού • | λογοτεχνικής • | λογοτεχνικού • | λογοτεχνικών • | λογοτεχνικών • | λογοτεχνικών • |
accusative | λογοτεχνικό • | λογοτεχνική • | λογοτεχνικό • | λογοτεχνικούς • | λογοτεχνικές • | λογοτεχνικά • |
vocative | λογοτεχνικέ • | λογοτεχνική • | λογοτεχνικό • | λογοτεχνικοί • | λογοτεχνικές • | λογοτεχνικά • |