λουξεμβουργιανός • (louxemvourgianós) m (feminine λουξεμβουργιανή, neuter λουξεμβουργιανό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | λουξεμβουργιανός (louxemvourgianós) | λουξεμβουργιανή (louxemvourgianí) | λουξεμβουργιανό (louxemvourgianó) | λουξεμβουργιανοί (louxemvourgianoí) | λουξεμβουργιανές (louxemvourgianés) | λουξεμβουργιανά (louxemvourgianá) | |
genitive | λουξεμβουργιανού (louxemvourgianoú) | λουξεμβουργιανής (louxemvourgianís) | λουξεμβουργιανού (louxemvourgianoú) | λουξεμβουργιανών (louxemvourgianón) | λουξεμβουργιανών (louxemvourgianón) | λουξεμβουργιανών (louxemvourgianón) | |
accusative | λουξεμβουργιανό (louxemvourgianó) | λουξεμβουργιανή (louxemvourgianí) | λουξεμβουργιανό (louxemvourgianó) | λουξεμβουργιανούς (louxemvourgianoús) | λουξεμβουργιανές (louxemvourgianés) | λουξεμβουργιανά (louxemvourgianá) | |
vocative | λουξεμβουργιανέ (louxemvourgiané) | λουξεμβουργιανή (louxemvourgianí) | λουξεμβουργιανό (louxemvourgianó) | λουξεμβουργιανοί (louxemvourgianoí) | λουξεμβουργιανές (louxemvourgianés) | λουξεμβουργιανά (louxemvourgianá) |