λοφιο (lofio, “crest, plume”) + -φόρος (-fóros, “adjective forming”)
λοφιοφόρος • (lofiofóros) m (feminine λοφιοφόρος, neuter λοφιοφόρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | λοφιοφόρος (lofiofóros) | λοφιοφόρη (lofiofóri) | λοφιοφόρο (lofiofóro) | λοφιοφόροι (lofiofóroi) | λοφιοφόρες (lofiofóres) | λοφιοφόρα (lofiofóra) | |
genitive | λοφιοφόρου (lofiofórou) | λοφιοφόρης (lofiofóris) | λοφιοφόρου (lofiofórou) | λοφιοφόρων (lofiofóron) | λοφιοφόρων (lofiofóron) | λοφιοφόρων (lofiofóron) | |
accusative | λοφιοφόρο (lofiofóro) | λοφιοφόρη (lofiofóri) | λοφιοφόρο (lofiofóro) | λοφιοφόρους (lofiofórous) | λοφιοφόρες (lofiofóres) | λοφιοφόρα (lofiofóra) | |
vocative | λοφιοφόρε (lofiofóre) | λοφιοφόρη (lofiofóri) | λοφιοφόρο (lofiofóro) | λοφιοφόροι (lofiofóroi) | λοφιοφόρες (lofiofóres) | λοφιοφόρα (lofiofóra) |