See μέσο (noun, "medium"), μαζικής (feminine genitive) of adjective μαζικός (“mass”), ενημέρωσης (genitive singular) of noun ενημέρωση f (“information up-to-date”).
μέσο μαζικής ενημέρωσης • (méso mazikís enimérosis) n (plural μέσα μαζικής ενημέρωσης) (expression)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μέσο μαζικής ενημέρωσης (méso mazikís enimérosis) | μέσα μαζικής ενημέρωσης (mésa mazikís enimérosis) |
genitive | μέσου μαζικής ενημέρωσης (mésou mazikís enimérosis) | μέσων μαζικής ενημέρωσης (méson mazikís enimérosis) |
accusative | μέσο μαζικής ενημέρωσης (méso mazikís enimérosis) | μέσα μαζικής ενημέρωσης (mésa mazikís enimérosis) |
vocative | μέσο μαζικής ενημέρωσης (méso mazikís enimérosis) | μέσα μαζικής ενημέρωσης (mésa mazikís enimérosis) |