7 Results found for "μέταλλα".

μέταλλα

μέταλλα • (métalla) n nominative plural of μέταλλο (métallo) accusative plural of μέταλλο (métallo) vocative plural of μέταλλο (métallo)...


μέταλλο

IPA(key): /ˈme.ta.lo/ μέταλλο • (métallo) n (plural μέταλλα) metal μέταλλο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis...


πριτσίνι

πριτσίνι • (pritsíni) n (plural πριτσίνια) (engineering) rivet καρφί για μέταλλα n (karfí gia métalla) καρφί λαμαρίνας n (karfí lamarínas) πριτσίνι on the...


καρφί

fastener used for joining wood, etc) (in abbreviated form) rivet καρφί για μέταλλα ― karfí gia métalla ― rivet informer, snitch, grass (UK), ratfink (US)...


χρύσεος

Histories 8.121 125 CE – 200 CE, Lucian, The Mistaken Critic 15 (χρύσεια μέταλλα) gold mines 460 BCE – 395 BCE, Thucydides, History of the Peloponnesian...


μέταλλον

Dual Plural Nominative τὸ μέταλλον tò métallon τὼ μετάλλω tṑ metállō τᾰ̀ μέταλλᾰ tà métalla Genitive τοῦ μετάλλου toû metállou τοῖν μετάλλοιν toîn metálloin...


μεταλλάω

μεταλλῷ μεταλλῷτον μεταλλῴτην μεταλλῷμεν μεταλλῷτε μεταλλῷεν imperative   μετάλλᾱ μεταλλᾱ́τω μεταλλᾶτον μεταλλᾱ́των   μεταλλᾶτε μεταλλώντων middle/ passive...