μέταλλα • (métalla) n nominative plural of μέταλλο (métallo) accusative plural of μέταλλο (métallo) vocative plural of μέταλλο (métallo)...
IPA(key): /ˈme.ta.lo/ μέταλλο • (métallo) n (plural μέταλλα) metal μέταλλο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis...
πριτσίνι • (pritsíni) n (plural πριτσίνια) (engineering) rivet καρφί για μέταλλα n (karfí gia métalla) καρφί λαμαρίνας n (karfí lamarínas) πριτσίνι on the...
fastener used for joining wood, etc) (in abbreviated form) rivet καρφί για μέταλλα ― karfí gia métalla ― rivet informer, snitch, grass (UK), ratfink (US)...
Histories 8.121 125 CE – 200 CE, Lucian, The Mistaken Critic 15 (χρύσεια μέταλλα) gold mines 460 BCE – 395 BCE, Thucydides, History of the Peloponnesian...
Dual Plural Nominative τὸ μέταλλον tò métallon τὼ μετάλλω tṑ metállō τᾰ̀ μέταλλᾰ tà métalla Genitive τοῦ μετάλλου toû metállou τοῖν μετάλλοιν toîn metálloin...
μεταλλῷ μεταλλῷτον μεταλλῴτην μεταλλῷμεν μεταλλῷτε μεταλλῷεν imperative μετάλλᾱ μεταλλᾱ́τω μεταλλᾶτον μεταλλᾱ́των μεταλλᾶτε μεταλλώντων middle/ passive...