μακεδονικός • (makedonikós) m (feminine μακεδονική, neuter μακεδονικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μακεδονικός • | μακεδονική • | μακεδονικό • | μακεδονικοί • | μακεδονικές • | μακεδονικά • |
genitive | μακεδονικού • | μακεδονικής • | μακεδονικού • | μακεδονικών • | μακεδονικών • | μακεδονικών • |
accusative | μακεδονικό • | μακεδονική • | μακεδονικό • | μακεδονικούς • | μακεδονικές • | μακεδονικά • |
vocative | μακεδονικέ • | μακεδονική • | μακεδονικό • | μακεδονικοί • | μακεδονικές • | μακεδονικά • |