Dvandva compounds of μαχαίρι (machaíri, “knife”) + -ο- (-o-) + πιρούνι (piroúni, “fork”).
μαχαιροπίρουνο • (machairopírouno) n (plural μαχαιροπίρουνα) (usually plural)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαχαιροπίρουνο (machairopírouno) | μαχαιροπίρουνα (machairopírouna) |
genitive | μαχαιροπίρουνου (machairopírounou) | μαχαιροπίρουνων (machairopírounon) |
accusative | μαχαιροπίρουνο (machairopírouno) | μαχαιροπίρουνα (machairopírouna) |
vocative | μαχαιροπίρουνο (machairopírouno) | μαχαιροπίρουνα (machairopírouna) |