Hello, you have come here looking for the meaning of the word
μεγαλοποιώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
μεγαλοποιώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
μεγαλοποιώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
μεγαλοποιώ you have here. The definition of the word
μεγαλοποιώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
μεγαλοποιώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek μεγαλοποιῶ (megalopoiô),[1] contracted form of μεγαλοποιέω (megalopoiéō, “to magnify”). By surface analysis, μεγαλο- (megalo-) + -ποιώ (-poió).
Pronunciation
- IPA(key): /me.ɣa.lo.piˈo/
- Hyphenation: με‧γα‧λο‧ποι‧ώ
Verb
μεγαλοποιώ • (megalopoió) (past μεγαλοποίησα, passive μεγαλοποιούμαι, p‑past μεγαλοποιήθηκα, ppp μεγαλοποιημένος)
- (transitive) to exaggerate, to overstate, to blow out of proportion
- Synonym: υπερβάλλω (ypervállo)
Conjugation
μεγαλοποιώ, μεγαλοποιούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
μεγαλοποιώ
|
μεγαλοποιήσω
|
μεγαλοποιούμαι
|
μεγαλοποιηθώ
|
2 sg
|
μεγαλοποιείς
|
μεγαλοποιήσεις
|
μεγαλοποιείσαι
|
μεγαλοποιηθείς
|
3 sg
|
μεγαλοποιεί
|
μεγαλοποιήσει
|
μεγαλοποιείται
|
μεγαλοποιηθεί
|
|
1 pl
|
μεγαλοποιούμε
|
μεγαλοποιήσουμε, [-ομε]
|
μεγαλοποιούμαστε, μεγαλοποιόμαστε
|
μεγαλοποιηθούμε
|
2 pl
|
μεγαλοποιείτε
|
μεγαλοποιήσετε
|
μεγαλοποιείστε, (μεγαλοποιόσαστε)
|
μεγαλοποιηθείτε
|
3 pl
|
μεγαλοποιούν(ε)
|
μεγαλοποιήσουν(ε)
|
μεγαλοποιούνται
|
μεγαλοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
μεγαλοποιούσα
|
μεγαλοποίησα
|
μεγαλοποιούμουν(α), μεγαλοποιόμουν(α)
|
μεγαλοποιήθηκα
|
2 sg
|
μεγαλοποιούσες
|
μεγαλοποίησες
|
[μεγαλοποιούσουν(α)], μεγαλοποιόσουν(α)
|
μεγαλοποιήθηκες
|
3 sg
|
μεγαλοποιούσε
|
μεγαλοποίησε
|
μεγαλοποιούνταν, μεγαλοποιόταν(ε), {μεγαλοποιείτο}
|
μεγαλοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
μεγαλοποιούσαμε
|
μεγαλοποιήσαμε
|
μεγαλοποιούμασταν, (‑ούμαστε), μεγαλοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
μεγαλοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
μεγαλοποιούσατε
|
μεγαλοποιήσατε
|
[μεγαλοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], μεγαλοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
μεγαλοποιηθήκατε
|
3 pl
|
μεγαλοποιούσαν(ε)
|
μεγαλοποίησαν, μεγαλοποιήσαν(ε)
|
μεγαλοποιούνταν, μεγαλοποιόνταν(ε), (μεγαλοποιόντουσαν), {μεγαλοποιούντο}
|
μεγαλοποιήθηκαν, μεγαλοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα μεγαλοποιώ ➤
|
θα μεγαλοποιήσω ➤
|
θα μεγαλοποιούμαι ➤
|
θα μεγαλοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα μεγαλοποιείς, …
|
θα μεγαλοποιήσεις, …
|
θα μεγαλοποιείσαι, …
|
θα μεγαλοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … μεγαλοποιήσει έχω, έχεις, … μεγαλοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … μεγαλοποιηθεί είμαι, είσαι, … μεγαλοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … μεγαλοποιήσει είχα, είχες, … μεγαλοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … μεγαλοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … μεγαλοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … μεγαλοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … μεγαλοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … μεγαλοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … μεγαλοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
μεγαλοποίησε
|
—
|
μεγαλοποιήσου
|
2 pl
|
μεγαλοποιείτε
|
μεγαλοποιήστε
|
μεγαλοποιείστε
|
μεγαλοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
μεγαλοποιώντας ➤
|
μεγαλοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας μεγαλοποιήσει ➤
|
μεγαλοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
μεγαλοποιήσει
|
μεγαλοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References