Learned borrowing from Ancient Greek μεγαλόφωνος (megalóphōnos).[1] By surface analysis, μεγάλος (megálos) + -ό- (-ó-) + φωνή (foní) + -ος (-os).
μεγαλόφωνος • (megalófonos) m (feminine μεγαλόφωνη, neuter μεγαλόφωνο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεγαλόφωνος • | μεγαλόφωνη • | μεγαλόφωνο • | μεγαλόφωνοι • | μεγαλόφωνες • | μεγαλόφωνα • |
genitive | μεγαλόφωνου • | μεγαλόφωνης • | μεγαλόφωνου • | μεγαλόφωνων • | μεγαλόφωνων • | μεγαλόφωνων • |
accusative | μεγαλόφωνο • | μεγαλόφωνη • | μεγαλόφωνο • | μεγαλόφωνους • | μεγαλόφωνες • | μεγαλόφωνα • |
vocative | μεγαλόφωνε • | μεγαλόφωνη • | μεγαλόφωνο • | μεγαλόφωνοι • | μεγαλόφωνες • | μεγαλόφωνα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεγαλόφωνος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεγαλόφωνος, etc.) |