Learnedly from μεγεθύν(ω) (megethýn(o)) + -τικός (-tikós), a calque of English magnifying and German Vergrößerungs- (“magnifying”) and of Medieval Latin augmentativus (“augmentative”).[1]
μεγεθυντικός • (megethyntikós) m (feminine μεγεθυντική, neuter μεγεθυντικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεγεθυντικός (megethyntikós) | μεγεθυντική (megethyntikí) | μεγεθυντικό (megethyntikó) | μεγεθυντικοί (megethyntikoí) | μεγεθυντικές (megethyntikés) | μεγεθυντικά (megethyntiká) | |
genitive | μεγεθυντικού (megethyntikoú) | μεγεθυντικής (megethyntikís) | μεγεθυντικού (megethyntikoú) | μεγεθυντικών (megethyntikón) | μεγεθυντικών (megethyntikón) | μεγεθυντικών (megethyntikón) | |
accusative | μεγεθυντικό (megethyntikó) | μεγεθυντική (megethyntikí) | μεγεθυντικό (megethyntikó) | μεγεθυντικούς (megethyntikoús) | μεγεθυντικές (megethyntikés) | μεγεθυντικά (megethyntiká) | |
vocative | μεγεθυντικέ (megethyntiké) | μεγεθυντική (megethyntikí) | μεγεθυντικό (megethyntikó) | μεγεθυντικοί (megethyntikoí) | μεγεθυντικές (megethyntikés) | μεγεθυντικά (megethyntiká) |