μεγεθυντικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μεγεθυντικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μεγεθυντικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μεγεθυντικός in singular and plural. Everything you need to know about the word μεγεθυντικός you have here. The definition of the word μεγεθυντικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμεγεθυντικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learnedly from μεγεθύν(ω) (megethýn(o)) +‎ -τικός (-tikós), a calque of English magnifying and German Vergrößerungs- (magnifying) and of Medieval Latin augmentativus (augmentative).[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /me.ʝe.θi(n).diˈkos/
  • Hyphenation: με‧γε‧θυ‧ντι‧κός

Adjective

μεγεθυντικός (megethyntikósm (feminine μεγεθυντική, neuter μεγεθυντικό)

  1. magnifying
    μεγεθυντικός φακόςmegethyntikós fakósmagnifying glass
  2. (grammar) augmentative
    Antonym: υποκοριστικός (ypokoristikós)

Declension

Declension of μεγεθυντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεγεθυντικός (megethyntikós) μεγεθυντική (megethyntikí) μεγεθυντικό (megethyntikó) μεγεθυντικοί (megethyntikoí) μεγεθυντικές (megethyntikés) μεγεθυντικά (megethyntiká)
genitive μεγεθυντικού (megethyntikoú) μεγεθυντικής (megethyntikís) μεγεθυντικού (megethyntikoú) μεγεθυντικών (megethyntikón) μεγεθυντικών (megethyntikón) μεγεθυντικών (megethyntikón)
accusative μεγεθυντικό (megethyntikó) μεγεθυντική (megethyntikí) μεγεθυντικό (megethyntikó) μεγεθυντικούς (megethyntikoús) μεγεθυντικές (megethyntikés) μεγεθυντικά (megethyntiká)
vocative μεγεθυντικέ (megethyntiké) μεγεθυντική (megethyntikí) μεγεθυντικό (megethyntikó) μεγεθυντικοί (megethyntikoí) μεγεθυντικές (megethyntikés) μεγεθυντικά (megethyntiká)

Derived terms

References

  1. ^ μεγεθυντικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language