μεθυστικός • (methystikós) m (feminine μεθυστική, neuter μεθυστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεθυστικός (methystikós) | μεθυστική (methystikí) | μεθυστικό (methystikó) | μεθυστικοί (methystikoí) | μεθυστικές (methystikés) | μεθυστικά (methystiká) | |
genitive | μεθυστικού (methystikoú) | μεθυστικής (methystikís) | μεθυστικού (methystikoú) | μεθυστικών (methystikón) | μεθυστικών (methystikón) | μεθυστικών (methystikón) | |
accusative | μεθυστικό (methystikó) | μεθυστική (methystikí) | μεθυστικό (methystikó) | μεθυστικούς (methystikoús) | μεθυστικές (methystikés) | μεθυστικά (methystiká) | |
vocative | μεθυστικέ (methystiké) | μεθυστική (methystikí) | μεθυστικό (methystikó) | μεθυστικοί (methystikoí) | μεθυστικές (methystikés) | μεθυστικά (methystiká) |