μεικτός • (meiktós) m (feminine μεικτή, neuter μεικτό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεικτός (meiktós) | μεικτή (meiktí) | μεικτό (meiktó) | μεικτοί (meiktoí) | μεικτές (meiktés) | μεικτά (meiktá) | |
genitive | μεικτού (meiktoú) | μεικτής (meiktís) | μεικτού (meiktoú) | μεικτών (meiktón) | μεικτών (meiktón) | μεικτών (meiktón) | |
accusative | μεικτό (meiktó) | μεικτή (meiktí) | μεικτό (meiktó) | μεικτούς (meiktoús) | μεικτές (meiktés) | μεικτά (meiktá) | |
vocative | μεικτέ (meikté) | μεικτή (meiktí) | μεικτό (meiktó) | μεικτοί (meiktoí) | μεικτές (meiktés) | μεικτά (meiktá) |