μειόκαινος • (meiókainos) m (feminine μειόκαινη, neuter μειόκαινο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μειόκαινος • | μειόκαινος • μειόκαινη • |
μειόκαινο • | μειόκαινοι • | μειόκαινοι • μειόκαινες • |
μειόκαινα • | |
genitive | μειόκαινου • | μειόκαινου • μειόκαινης • |
μειόκαινου • | μειόκαινων • | μειόκαινων • | μειόκαινων • | |
accusative | μειόκαινο • | μειόκαινο • μειόκαινη • |
μειόκαινο • | μειόκαινους • | μειόκαινους • μειόκαινες • |
μειόκαινα • | |
vocative | μειόκαινε • | μειόκαινε • μειόκαινη • |
μειόκαινο • | μειόκαινοι • | μειόκαινοι • μειόκαινες • |
μειόκαινα • |